- εὐδιάπλαστος
- εὐδιάπλαστοςeasily mouldedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιάπλαστος — η, ο (ΑΜ εὐδιάπλαστος, ον) 1. αυτός που διαπλάσσεται, που διαμορφώνεται εύκολα 2. αυτός που έχει πλαστεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαπλαστος (< διαπλάσσω), πρβλ. α διάπλαστος] … Dictionary of Greek
εὐδιάπλαστον — εὐδιάπλαστος easily moulded masc/fem acc sg εὐδιάπλαστος easily moulded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)